τεζαριστός

τεζαριστός
-ή, -ό, Ν
πολύ τεντωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεζάρω + κατάλ. -ιστός (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. λαχταρ-ιστός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεζαριστός — ή, ό τεντωμένος, τσιτωτός: Το σκοινί είναι τεζαριστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έντονος, -η — ο επίρρ. α 1. τεντωμένος, τεζαριστός. 2. που έχει ένταση, σφοδρός, ισχυρός, ζωηρός: Έντονος πόνος. – Έντονος χρωματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιτωτός — ή, ό επίρρ. ά τσιτωμένος, τεντωμένος, τεζαριστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”